- ομοιογονία
- ὁμοιογονία, ἡ (Α)γέννηση όμοιων απογόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -γονία (< -γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακο-γονία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιογονίας — ὁμοιογονίᾱς , ὁμοιογονία generation of like offspring fem acc pl ὁμοιογονίᾱς , ὁμοιογονία generation of like offspring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek